- ὀχθῇσιν
- ὀχθέωto be sorely angeredpres subj act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὄχθῃσιν — ὄχθη any height fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχθηισιν — ὄχθῃσιν , ὄχθη any height fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ANTHEMON — Troianus, Simoisii pater. lege Anthemion. Homer. Il. 4. v. 473. Ἔθ᾿ ἔβαλ᾿ Α᾿νθεμίωνος υἱὸν Τελαμώνιος Ἄιας Ἠΐθεον θαλερὸν, Σιμοείσιον, ἵν ποτε μήτηρ Ἴδηθεν κατιοῦσα, παῤ ὄχθῃσιν Σιμόεντος Γείνατ᾿ … Hofmann J. Lexicon universale
υπόδρομος — (I) ὁ, Α (σχετικά με πλοία) όρμος, αραξοβόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δρόμος]. (II) ον, Α 1. αυτός που τρέχει κάτω από κάτι («κείνῃσιν δ ὄχθησιν ὑπόδρομος ἤλυθεν Ἀργώ», Ορφ.) 2. ονομασία δηλητηριώδους αράχνης, ψύλλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * +… … Dictionary of Greek